παροδικός

παροδικός
-ή, -ό / παροδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πάροδος]
περαστικός, πρόσκαιρος, προσωρινός, αυτός που περνάει γρήγορα
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πάροδο, δηλ. στην είσοδο τού χορού στην ορχήστρα («παροδικὸν μέλος» — άσμα που άδει πρώτο ο χορός, Αισχύλ.)
2. αστρολ. ο σύμφωνος προς την χρονοκρατορία
3. (κατά τον Ησύχ.) «παρόδῳ χρώμενος»
4. φρ. «παροδική αποκατάστασις» — η αποκατάσταση ουράνιου σώματος στην πρώτη θέση ύστερα από μια πλήρη περιφορά.
επίρρ...
παροδικώς και παροδικά / παροδικῶς ΝΜΑ
κατά τρόπο παροδικό, πρόσκαιρα, διαβατικά, εν παρόδω («ὅτι παροδικῶς ἐπιφοιτῶμεν τῇ παρούση ζωῇ», Γρηγ. Νύσσ.)
αρχ.
αστρολ. σύμφωνα με την χρονοκρατορία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παροδικός — of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροδικός — ή, ό διαβατικός, περαστικός, προσωρινός: Η κακή καιρική κατάσταση είναι παροδική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παροδικά — παροδικός of a neut nom/voc/acc pl παροδικά̱ , παροδικός of a fem nom/voc/acc dual παροδικά̱ , παροδικός of a fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροδικώτερον — παροδικός of a adverbial comp παροδικός of a masc acc comp sg παροδικός of a neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροδικῶν — παροδικός of a fem gen pl παροδικός of a masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροδικόν — παροδικός of a masc acc sg παροδικός of a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροδικαί — παροδικός of a fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροδικοῖς — παροδικός of a masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροδικοῦ — παροδικός of a masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροδικούς — παροδικός of a masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”